φοβερότητα

φοβερότητα
η
η ιδιότητα του φοβερού, αυτού που εμπνέει τρόμο: Η φοβερότητα του πολέμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φοβερότητα — η / φοβερότης, ότητος, ΝΑ [φοβερός] η ιδιότητα τού φοβερού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”